- αποφόρι
- το обноски
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποφόρι — το [*αποφορώ] ρούχο που δεν το φορά κανείς πια, παλιό, φθαρμένο 2. ρούχο που βγάλαμε για να πλυθεί, άπλυτο … Dictionary of Greek
αποφόρι — το παλιό ρούχο που δεν το φορεί πια κανείς: Έντυναν την υπηρέτρια με τ αποφόρια τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)